- ιλιγγιώδης, -ης, -ες
- γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η, αυτός που προκαλεί ίλιγγο, κατάπληξη: Έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιλιγγιώδης — ες (Α ἰλιγγιώδης, ες) [ιλιγγιώ] αυτός που προξενεί ίλιγγο, σκοτοδίνη, ζάλη («ιλιγγιώδης ταχύτητα») νεοελλ. αυτός που σού προκαλεί ίλιγγο όταν τόν σκέπτεσαι ή τόν βλέπεις, αφάνταστος, ασύλληπτος, καταπληκτικός. επίρρ... ιλιγγιωδώς με ιλιγγιώδη… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ξέφρενος — η, ο 1. αυτός που είναι έξω φρενών, που έχασε την ψυχραιμία του και το λογικό του, τρελός 2. αυτός που είναι έξω από τους φραγμούς που επιβάλλει η λογική, έξαλλος («ξέφρενο γλέντι») 3. (για ταχύτητα, δρόμο) φρενήρης, ιλιγγιώδης («ξέφρενη κούρσα») … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γκρος, Γκεόργκε — (George Grosz, Στολπ, Βερολίνο 1893 – Νέα Υόρκη 1959).Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους γελοιογράφους. Σπούδασε στις ακαδημίες της Δρέσδης και του Βερολίνου, ενώ είχε ήδη ασχοληθεί με τη ζωγραφική πριν από το… … Dictionary of Greek
Μακ Ντόναλντ, Ρίτσαρντ — (Richard McDonald, Μάντσεστερ, Νιού Χάμσαϊρ 1909 – Μάντσεστερ 1998). Αμερικανός επιχειρηματίας, εμπνευστής της ομώνυμης αλυσίδας εστιατορίων. Το 1937 άνοιξε, μαζί με τον αδελφό του Μόρις, το πρώτο εστιατόριο στην Αρκάντια της Καλιφόρνια,… … Dictionary of Greek
Μαραντόνα, Ντιέγκο Αρμάντο — (Μπουένος Άιρες, Αργεντινή 1960 –). Αργεντινός ποδοσφαιριστής. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και έδειξε από πολύ νωρίς το ποδοσφαιρικό του ταλέντο. Υπήρξε ο νεότερος Αργεντινός που έπαιξε στην Εθνική ομάδα, κάνοντας το ντεμπούτο του εναντίον της … Dictionary of Greek
Πόε, Έντγκορ Άλαν — (Poe). Αμερικανός συγγραφέας (Βοστώνη 1809 Βαλτιμόρη 1849). Έμεινε ορφανός σε ηλικία δύο μόλις ετών και την ανατροφή του ανέλαβε ένας πλούσιος έμπορος του Ρίτσμοντ, ο Τζον Άλαν. Από το 1815 ως το 1820 έζησε στη Μεγάλη Βρετανία, φοιτώντας σε… … Dictionary of Greek